- ευαπόσβεστος
- -η -ο (Α εὐαπόσβεστος, -ον)αυτός που σβήνεται εύκολα, ο ευκολόσβηστος, ο ευεξάλειπτος, ο εξίτηλοςνεοελλ.λέγεται για χρηματική οφειλή χρεωλυτικώς αποδοτέα («ευαπόσβεστο δάνειο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αποσβεστος < απο-σβέννυμι (πρβλ. αν-απόσβεστος)].
Dictionary of Greek. 2013.